Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηοσύνη — relationship by marriage fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηοσύνη — ἡ, Α σχέση, σύνδεσμος, συγγένεια από αγχιστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηός «συγγενής από αγχιστεία» + κατάλ. σύνη (πρβλ. χηρο σύνη)] … Dictionary of Greek